λαρυγγολογία

λαρυγγολογία
η ларингология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαρυγγολογία" в других словарях:

  • λαρυγγολογία — η 1. η ανατομία, η φυσιολογία και η παθολογία τού λάρυγγα 2. σύγγραμμα που ασχολείται με τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngologie < γαλλ. laryng (< λάρυγξ) + logie (< λογία < λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολογία — η ο κλάδος της ιατρικής που μελετάει τις παθήσεις του λάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολογικός — ή, ό σχετικός με τη λαρυγγολογία. επίρρ... λαρυγγολογικώς και ά από λαρυγγολογική άποψη …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολόγος — ο 1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία 2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγολογία: Υποβλήθηκε σε λαρυγγολογική εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»